απαγωγικός

απαγωγικός
η , ό[ν] доказывающий от противного;

απαγωγική απόδειξη — доказательство от противного


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απαγωγικός" в других словарях:

  • απαγωγικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την απαγωγή 2. (Λογ.) «απαγωγικός συλλογισμός» συλλογισμός με την εις άτοπον απαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • απαγωγικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την απαγωγή (ως συλλογ. μέθοδο): Ο απαγωγικός συλλογισμός λέγεται και παραγωγικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»